πλεκτός

πλεκτός
-ή, -ό / πλεκτός, -ή, -όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή
ναυτ. είδος πλέγματος ισχυρότερο από το συνηθισμένο, αλλ. πλεξίδα
2. το ουδ. ως ουσ. το πλεκτό
ένδυμα κατασκευασμένο με πλέξιμο, με ή χωρίς μανίκια
3. φρ. «πλεκτή ομοιοκαταληξία» — μορφή ομοιοκαταληξίας κατά την οποία ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο δεύτερος με τον τέταρτο, ο πέμπτος με τον έβδομο, ο έκτος με τον ὁγδοο
αρχ.
1. αυτός που έχει συστραφεί και, κυρίως για άνθος, ο πλεγμένος σε στέφανο («ἐλάας καρπὸς εἰώδης πάρα, ἄνθη τε πλεκτά», Αισχύλ.)
2. το θηλ. ως ουσ. α) σπείρα («θανόντος ἐν πλεκταῑσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης», Αισχύλ.)
β) συνεστραμμένο σχοινί, κάλως, παλαμάρι
γ) πλεκτό καλάθι ή δίχτυ για τα ψάρια, ψαροκόφινο
δ) το πλοκάμι τού χταποδιού και άλλων θαλασσινών
ε) η ψάθα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεκτόν
το καλάθι
4. φρ. α) «πλεκταὶ στέγαι»
(σχετικά με τις σκυθικές άμαξες) ψάθινες κατοικίες («οἳ πλεκτὰς στέγας πεδάρσιοι ναίουσ' ἐπ' εὐκύκλοις ὄχοις», Αισχύλ.)
β) «πλεκτά σκεύη» — περιπεπλεγμένα σχοινιά, καραβόσχοινα, παλαμάρια
γ) «πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία» — η πλεκτική τέχνη τής Αιγύπτου, δηλαδή η κατασκευή σχοινιών από πάπυρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλεκτός — plaited masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτός, -ή — ό βλ. πλεχτός, ή, ό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεκτόν — πλεκτός plaited masc acc sg πλεκτός plaited neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῖο — πλεκτός plaited masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῖς — πλεκτός plaited masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῖσι — πλεκτός plaited masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῖσιν — πλεκτός plaited masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοί — πλεκτός plaited masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῦ — πλεκτός plaited masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτούς — πλεκτός plaited masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”